- συναγελάζομαι
- ΝΜΑ, και ενεργσυναγελάζω Αζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)νεοελλ.(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδουαρχ.1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῡντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῑς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].
Dictionary of Greek. 2013.